„βάμπιρος“: αρσενικό βάμπιρος [ˈvambiros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Vampir Vampirαρσενικό | Maskulinum, männlich m βάμπιρος ζωολογία | Zoologieζωολ βάμπιρος ζωολογία | Zoologieζωολ