„αφάνταστος“ αφάνταστος [aˈfandastos], αφάνταστη, αφάνταστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) unvorstellbar unvorstellbar αφάνταστος αφάνταστος