αυτοσυγκέντρωση
[aftosiŋˈgjendrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Konzentrationθηλυκό | Femininum, weiblich fαυτοσυγκέντρωση πνευματικήαυτοσυγκέντρωση πνευματική