„αυξανόμενος“ αυξανόμενος [afksaˈnomenos], αυξανόμενη, αυξανόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) vermehrt, erhöht vermehrt αυξανόμενος αυξανόμενος erhöht αυξανόμενος μισθός αυξανόμενος μισθός