ατμοκίνητος
[atmoˈkjinitos], ατμοκίνητη, ατμοκίνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- mit Dampfantriebατμοκίνητοςατμοκίνητος
Beispiele
- ατμοκίνητος οδοστρωτήραςαρσενικό | Maskulinum, männlich mDampfwalzeθηλυκό | Femininum, weiblich f