ατλαντικός
[atlandiˈkos], ατλαντική, ατλαντικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- atlantischατλαντικόςατλαντικός
Beispiele
- Ατλαντική Συμμαχίαθηλυκό | Femininum, weiblich fAtlantikpaktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-