„Ατλαντίδα“: θηλυκό Ατλαντίδα [atlanˈdiða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Atlantis Atlantisουδέτερο | Neutrum, sächlich n Ατλαντίδα μυθολογία | Mythologieμυθ Ατλαντίδα μυθολογία | Mythologieμυθ