αταξία
[ataˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Unordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fαταξίαDurcheinanderουδέτερο | Neutrum, sächlich nαταξίααταξία
- Ungezogenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fαταξία σε συμπεριφοράαταξία σε συμπεριφορά