„ασύστολος“ ασύστολος [aˈsistolos], ασύστολη, ασύστολοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) unverfroren unverfroren ασύστολος ασύστολος