ασύμφωνος
[aˈsimfonos], ασύμφωνη, ασύμφωνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- uneinig (για über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ασύμφωνος που δε συμφωνείnicht einverstandenασύμφωνος που δε συμφωνείασύμφωνος που δε συμφωνεί
- unvereinbarασύμφωνος ασυμβίβαστοςασύμφωνος ασυμβίβαστος