ασύμμετρος
[aˈsimetros], ασύμμετρη, ασύμμετροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- asymmetrisch, ungleichmäßigασύμμετροςασύμμετρος
- irrationalασύμμετρος αριθμόςασύμμετρος αριθμός
Beispiele
- ασύμμετροι ζυγοίπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplStufenbarrenαρσενικό | Maskulinum, männlich m