ασυμφιλίωτος
[asimfiˈliotos], ασυμφιλίωτη, ασυμφιλίωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- nicht versöhntασυμφιλίωτος που δε συμφιλιώθηκεασυμφιλίωτος που δε συμφιλιώθηκε
- unversöhnlichασυμφιλίωτος που δε συμφιλιώνεταιασυμφιλίωτος που δε συμφιλιώνεται