ασημένιος
[asiˈmeɲos], ασημένια, ασημένιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- silbern, Silber-ασημένιοςασημένιος
Beispiele
-
- ασημένια μαχαιροπήρουναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplTafelsilberουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ασημένιο κόσμημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nSilberschmuckαρσενικό | Maskulinum, männlich m