„αρχειοθέτηση“: θηλυκό αρχειοθέτηση [arçioˈθetisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Ablage Ablageθηλυκό | Femininum, weiblich f αρχειοθέτηση αρχειοθέτηση