„αρμόδιος“ αρμόδιος [arˈmoðios], αρμόδια, αρμόδιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) zuständig, befugt, kompetent zuständig (για für) αρμόδιος befugt αρμόδιος αρμόδιος kompetent αρμόδιος κατάλληλος αρμόδιος κατάλληλος