„αργός“ αργός [arˈɣos], αργή, αργόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) langsam, untätig langsam αργός αργός untätig αργός άπρακτος αργός άπρακτος Beispiele σε αργή κίνηση in Zeitlupeθηλυκό | Femininum, weiblich f σε αργή κίνηση σε αργή προβολή im Zeitlupentempo σε αργή προβολή αργό πετρέλαιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Rohölουδέτερο | Neutrum, sächlich n αργό πετρέλαιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n αργό τραίνοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Bummelzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m αργό τραίνοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen