απόρριψη
[aˈporipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Zurückweisungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόρριψηAbweisungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόρριψηαπόρριψη
- Ablehnungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόρριψη αιτήσεως, πρότασηςαπόρριψη αιτήσεως, πρότασης
- Abstoßungsreaktionθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόρριψη ιατρική | Medizinιατραπόρριψη ιατρική | Medizinιατρ
Beispiele
- απόρριψη αγωγής νομικός όρος | RechtswesenνομKlageabweisungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απόρριψη απορριμμάτωνMüllentsorgungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απόρριψη σε χωματερήDeponierungθηλυκό | Femininum, weiblich f