απόνερα
[aˈponera]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Sogαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόνερα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυταπόνερα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
Beispiele
- απόνερα πλοίουKielwasserουδέτερο | Neutrum, sächlich n