απωανατολικός
[apoanatoliˈkos], απωανατολική, απωανατολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- fernöstlichαπωανατολικόςαπωανατολικός
Vielen Dank für Ihr Feedback!