„αποτελεσματικός“ αποτελεσματικός [apotelezmatiˈkos], αποτελεσματική, αποτελεσματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) wirksam, effektiv wirksam, effektiv αποτελεσματικός αποτελεσματικός