αποσύνδεση
[apoˈsinðesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Trennungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποσύνδεση ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτραποσύνδεση ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
- Abkoppelungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποσύνδεση τεχνική | Technikτεχναποσύνδεση τεχνική | Technikτεχν
- Verbindungsabbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mαποσύνδεση τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υαποσύνδεση τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ