„αποσχίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αποσχίζομαι [apoˈsçizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) absplittern absplittern αποσχίζομαι αποσχίζομαι