„αποστολικός“ αποστολικός [apostoliˈkos], αποστολική, αποστολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) apostolisch apostolisch αποστολικός αποστολικός