„αποστεωμένος“ αποστεωμένος [aposteoˈmenos], αποστεωμένη, αποστεωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) abgemagert abgemagert αποστεωμένος αποστεωμένος