αποστειρωμένος
[apostiroˈmenos], αποστειρωμένη, αποστειρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- keimfrei, sterilisiertαποστειρωμένοςαποστειρωμένος
Vielen Dank für Ihr Feedback!