„αποστάζω“: μεταβατικό ρήμα αποστάζω [apoˈstazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) destillieren destillieren αποστάζω αποστάζω