απορρυπαντικό
[aporipandiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Putzmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nαπορρυπαντικόαπορρυπαντικό
- Waschmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nαπορρυπαντικό για ρούχααπορρυπαντικό για ρούχα
Beispiele
- απορρυπαντικό πιάτωνGeschirrspülmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n