αποπροσανατολισμένος
[apoprosanatolizˈmenos], αποπροσανατολισμένη, αποπροσανατολισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- desorientiertαποπροσανατολισμένοςαποπροσανατολισμένος