απονομή
[aponoˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Verleihungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπονομή βραβείουαπονομή βραβείου
- Gewährungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπονομή χάριτοςαπονομή χάριτος
- Zugeständnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nαπονομή προνομίουαπονομή προνομίου
Beispiele
- απονομή βραβείουPreisverleihungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απονομή βραβείων ΝόμπελNobelpreisverleihungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απονομή μεταλλίωνSiegerehrungθηλυκό | Femininum, weiblich f