„απομονώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα απομονώνομαι [apomoˈnonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sich isolieren sich isolieren απομονώνομαι απομονώνομαι