„απομνημονεύματα“: πληθυντικός ουδετέρου απομνημονεύματα [apomnimoˈnevmata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Memoiren Memoirenπληθυντικός | Plural pl απομνημονεύματα απομνημονεύματα