απολύμανση
[apoˈlimansi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Desinfektionθηλυκό | Femininum, weiblich fαπολύμανσηDesinfizierungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπολύμανσηαπολύμανση
- Dekontaminationθηλυκό | Femininum, weiblich fαπολύμανση τοξικών αποβλήτων, κτλαπολύμανση τοξικών αποβλήτων, κτλ