„απολαυστικός“ απολαυστικός [apolafstiˈkos], απολαυστική, απολαυστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) genussvoll genussvoll απολαυστικός απολαυστικός