αποκρούω
[apoˈkruo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- abwehrenαποκρούωαποκρούω
- zurückweisenαποκρούω κριτικήαποκρούω κριτική
- zurückschlagenαποκρούω μπάλααποκρούω μπάλα