αποκλειστικός
[apoklistiˈkos], αποκλειστική, αποκλειστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- exklusiv, ausschließlichαποκλειστικόςαποκλειστικός
Beispiele
- αποκλειστική συνέντευξηθηλυκό | Femininum, weiblich fExklusivinterviewουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αποκλειστικό δικαίωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αποκλειστικό ρεπορτάζουδέτερο | Neutrum, sächlich nExklusivberichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m