αποκλεισμός
[apoklizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Blockadeθηλυκό | Femininum, weiblich fαποκλεισμόςBoykottαρσενικό | Maskulinum, männlich mαποκλεισμόςαποκλεισμός
- Ausschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mαποκλεισμός από κόμμααποκλεισμός από κόμμα
- Sperreθηλυκό | Femininum, weiblich fαποκλεισμός αθλητισμός | Sportαθλαποκλεισμός αθλητισμός | Sportαθλ
- Abriegelungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποκλεισμός περιοχήςαποκλεισμός περιοχής