„αποκαταστάσιμος“ αποκαταστάσιμος [apokatasˈtasimos], αποκαταστάσιμη, αποκαταστάσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ersetzbar ersetzbar αποκαταστάσιμος αποκαταστάσιμος