αποκαλυπτικός
[apokaliptiˈkos], αποκαλυπτική, αποκαλυπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- apokalyptischαποκαλυπτικός θρησκεία | Religionθρησκαποκαλυπτικός θρησκεία | Religionθρησκ