αποκαθιστώ
[apokaθisˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- wiederherstellenαποκαθιστώαποκαθιστώ
- wiedergutmachenαποκαθιστώ ζημιάαποκαθιστώ ζημιά
- rehabilitierenαποκαθιστώ πολιτική | Politikπολιτ ιατρική | Medizinιατραποκαθιστώ πολιτική | Politikπολιτ ιατρική | Medizinιατρ