„αποθηκάριος“: αρσενικό και θηλυκό αποθηκάριος [apoθiˈkarios]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Lagerist Lageristαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f αποθηκάριος αποθηκάριος