αποδοκιμαστικός
[apoðokjimastiˈkos], αποδοκιμαστική, αποδοκιμαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- missbilligendαποδοκιμαστικόςαποδοκιμαστικός
Vielen Dank für Ihr Feedback!