αποβολή
[apovoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Ablegenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαποβολή κακής συνήθειαςαποβολή κακής συνήθειας
- Fehlgeburtθηλυκό | Femininum, weiblich fαποβολή τοκετόςαποβολή τοκετός
- Schulverweisαρσενικό | Maskulinum, männlich mαποβολή από σχολείοαποβολή από σχολείο