„απεριποίητος“ απεριποίητος [aperiˈpiitos], απεριποίητη, απεριποίητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ungepflegt ungepflegt απεριποίητος απεριποίητος