απενεργοποίηση
[apenerɣoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Abschaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπενεργοποίησηAusschaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπενεργοποίησηαπενεργοποίηση