απασχολώ
[apasxoˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- beschäftigenαπασχολώ κ. ως εργοδότηςαπασχολώ κ. ως εργοδότης
- ablenken, unterhaltenαπασχολώ διασκεδάζωαπασχολώ διασκεδάζω