απαλλάσσομαι
[apaˈlasome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich entledigenαπαλλάσσομαι από καθήκοναπαλλάσσομαι από καθήκον
- sich befreien (από von)απαλλάσσομαι κ. από πόνοαπαλλάσσομαι κ. από πόνο