„απαγορεύεται“: απρόσωπο ρήμα απαγορεύεται [apaɣoˈrevete]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) verboten (es ist) verboten (να zu) απαγορεύεται απαγορεύεται Beispiele απαγορεύεται το κάπνισμα! Rauchen verboten! απαγορεύεται το κάπνισμα! απαγορεύεται η είσοδος! Kein Eingang!, Zutritt verboten! απαγορεύεται η είσοδος! απαγορεύεται η διάβαση! Kein Durchgang! απαγορεύεται η διάβαση! απαγορεύεται η είσοδος στο εργοτάξιο! Betreten der Baustelle verboten! απαγορεύεται η είσοδος στο εργοτάξιο! Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen