„αξιόμεμπτος“ αξιόμεμπτος [aksiˈomembtos], αξιόμεμπτη, αξιόμεμπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sträflich sträflich αξιόμεμπτος αξιόμεμπτος