αξιόλογος
[aksiˈoloɣos], αξιόλογη, αξιόλογοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bemerkenswertαξιόλογος άξιος θαυμασμούαξιόλογος άξιος θαυμασμού
- bedeutend, beachtlichαξιόλογος σημαντικόςαξιόλογος σημαντικός