αξιοποίηση
[aksioˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Verwertungθηλυκό | Femininum, weiblich fαξιοποίησηαξιοποίηση
Beispiele
- αξιοποίηση απορριμμάτωνAbfallverwertungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αξιοποίηση ελεύθερου χρόνουFreizeitgestaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αξιοποίηση ευκαιριών αθλητισμός | SportαθλChancenverwertungθηλυκό | Femininum, weiblich f